- διατινθαλέος
- διατινθαλέος, -ον (Α) [τινθαλέος]διάπυρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατινθαλέος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατινθαλέῳ — διατινθαλέος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)